αιματοβάφω

αιματοβάφω
μετ. запачкать (залить) кровью, окровавить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αιματοβάφω" в других словарях:

  • αιματοβάφω — 1. βάφω με αίμα, καταματώνω 2. προκαλώ αιματοχυσία, αιματοκυλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + βάφω. ΠΑΡ. αιματοβαμμένος, αιματοβαφής] …   Dictionary of Greek

  • αιματοβαμμένος — και ματοβαμμένος, η, ο [αιματοβάφω] 1. ο βαμμένος στο αίμα 2. κατακόκκινος 3. αυτός που βαρύνεται με πολλούς φόνους, αιμοσταγής, κακούργος …   Dictionary of Greek

  • αιματοβαφής — ές και αιματόβαφος, η, ο [αιματοβάφω] ο αιματοβαμμένος* …   Dictionary of Greek

  • βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …   Dictionary of Greek

  • ματοβάφω — 1. βάφω κάτι με αίμα 2. μτφ. προκαλώ συμφορές, σκοτώνω, σφάζω, γεμίζω με αίματα τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιματοβάφω*, με αποβολή τού αρκτικού άτονου αι (e)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»